χλιδωνόπους

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῐδωνόπους Medium diacritics: χλιδωνόπους Low diacritics: χλιδωνόπους Capitals: ΧΛΙΔΩΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: chlidōnópous Transliteration B: chlidōnopous Transliteration C: chlidonopous Beta Code: xlidwno/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. -ποδος,

   A with ornaments on the feet, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1359] ποδος, ὁ, ἡ, kostbaren Schmuck um die Füße tragend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χλῐδωνόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κοσμήματα εἰς τοὺς πόδας, «χλιδωνόπουν· χλίδωνας περὶ τοὺς πόδας ἔχοντα, τουτέστι περισκελίδας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ποδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φορεί κοσμήματα στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων, -ωνος «είδος κοσμήματος» + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό-πους].