σκαμβόπους

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμβόπους Medium diacritics: σκαμβόπους Low diacritics: σκαμβόπους Capitals: ΣΚΑΜΒΟΠΟΥΣ
Transliteration A: skambópous Transliteration B: skambopous Transliteration C: skamvopous Beta Code: skambo/pous

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος,

   A bow-legged, Ps.-Archyt. ap. Simp. in Cat.396.1.

Greek (Liddell-Scott)

σκαμβόπους: ουν, ὁ ἔχων σκαμβούς, στραβοὺς πόδας, Θ. Λάσκαρ. Cod. Par. Supplém. 472, fol. 73 r0.

Greek Monolingual

-ουν, ΜΑ
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύ-πους].