νυκτοβαδία
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοβαδία: ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. παρὰ Ἱππ. ἀντὶ νυκτοβατία.
Greek Monolingual
νυκτοβαδία, ἡ (Α)
(εσφ. γρφ.) νυκτοβασία.