νεοδάκρυτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A weeping afresh, Hsch. s.v. νεοστάλυγες.
German (Pape)
[Seite 241] frisch weinend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
νεοδάκρῡτος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ δακρύων, Ἡσύχ. ἐν λ. νεοστάλυγες.
Greek Monolingual
νεοδάκρυτος, -ον (Α)
αυτός που δάκρυσε πρόσφατα.