σορίδιον
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τό, Dim. of σορός, Hierocl.Facet.97: also σορεῖον or σόρειον, τό, IG12(8).553,556 (Thasos); σόριον, τό, CIG2846.10 (Aphrodisias).
Greek (Liddell-Scott)
σορίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σορός, Ἱεροκλ. καθ’ ἃ μνημονεύεται παρὰ τῷ Boisson. ἐν τῷ Θησ. τοῦ Στεφ.· ― σόριον, τό, Συλλ. Ἐπιγρ. 2846. 10.