λακερολογία
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
[Seite 8] ἡ, Geschwätzigkeit, bes. Schmähsucht, Sp.
λᾰκερολογία: ἀδολεσχία, πολυλογία, Παράφρ. Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 48.
λακερολογία, ἡ (Μ) λακερός
πολυλογία, φλυαρία.