ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
ἀετόνυχες: (-ώνυχον), «βοτάνη», Ἡσύχ.
βοτάνη Hsch., cf. ἀετώνυχον.