συνανίστημι

Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A make to stand up or rise together, μεθ' ἑαυτοῦ τινα X.Smp.9.5; assist in restoring, τὰ μακρὰ τείχη Id.HG4.8.9.    II Pass. with aor. 2 Act., rise at the same time, Id.An. 7.3.35; τινι with one, Id.Cyr.5.1.5.

German (Pape)

[Seite 1001] (s. ἵστημι), mit oder zugleich aufstellen, aufstehen lassen; ἀνιστάμενος συνανέστησε μετ' ἑαυτοῦ Ἀριάδνην, Xen. conv. 9, 5; συναναστήσει τὰ τείχη τοῖς Ἀθηναίοις, d. i. er wird ihnen aufbauen helfen, Hell. 4, 8, 9; auch = zugleich aus den Wohnsitzen vertreiben, wegführen. – Med. u. intr. tempp. mit, zugleich aufstehen u. weggehen, Xen. An. 7, 3, 35, Luc. philops. 18.

Greek (Liddell-Scott)

συνανίστημι: ἀνίστημι, ἐγείρω ὁμοῦ, ὁ Διονύσιος ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ’ ἑαυτοῦ τὴν Ἀριάδνην Ξεν. Συμπ. 9, 5· βοηθῶ εἰς ἀνέγερσιν, συνανεγείρω, λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 8. 9. ΙΙ. παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, συνεγείρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 34· τινι μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 5. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 faire lever en même temps, acc.;
2 aider à relever (des murailles);
II. intr. (à l’ao.2, aux pf. et pqp., et au Moy.) se lever, se relever ou se soulever avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀνίστημι.