ἡρωίνη

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡρωίνη Medium diacritics: ἡρωίνη Low diacritics: ηρωίνη Capitals: ΗΡΩΙΝΗ
Transliteration A: hērōínē Transliteration B: hērōinē Transliteration C: iroini Beta Code: h(rwi/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, fem. of ἥρως,

   A heroine, Theoc. 13.20, 26.36, Call.Del.161, D.P.1022, Luc.Nec.15, D.C.48.50: contr. ἡρῴνη, Ar.Nu.315, IG14.1389i55, 22.1358.8, al.; ἠροΐνα ib.12(2).228 (Mytil.).    II a deceased woman (cf. ἥρως 11), CIG2259 (Samos), IG3.889; of a deified Empress, Jul.Caes.334b.

Greek (Liddell-Scott)

ἡρωίνη: ῑ, ἡ, θηλ. τοῦ ἥρως, ἡρωΐς (ἡρώϊσσα), Θεόκρ. 13. 20., 26. 36, Καλλ. εἰς Δῆλ. 161, Διον. Π. 1022· συνῃρ. ἡρῴνη, Ἀριστοφ. Νεφ. 315, Ἀνθ. Π. παραρτ. 51. 55. 2) γυνὴ ἀποθανοῦσα, μακαρῖτις (πρβλ. ἥρως ΙΙ. 2), Συλλ. Ἐπιγρ. 2259.

Greek Monolingual

η (Α ἡρωΐνη και ἡρῴνη και ἠροΐνα)
νεοελλ.
(φαρμ.) παράγωγο της μορφίνης το οποίο προκαλεί εθισμό σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό
αρχ.
(θηλ. του ήρως) ηρωίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προήλθε από το ήρως, ενώ με τη νεοελλ. σημ. η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. heroine < θ. hero- του γαλλ. ιατρικού όρου heroique «δραστικός, ισχυρός, τολμηρός» + -ine)].