ποικιλόγραμμος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόγραμμος Medium diacritics: ποικιλόγραμμος Low diacritics: ποικιλόγραμμος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: poikilógrammos Transliteration B: poikilogrammos Transliteration C: poikilogrammos Beta Code: poikilo/grammos

English (LSJ)

ον,

   A striped, Arist.Fr.296.

German (Pape)

[Seite 649] mit bunten Linien, Arist. bei Ath. VII, 327 f, διὰ τὸ μελαίναις γραμμαῖς πεποικίλθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόγραμμος: -ον, ὁ πεποικιλμένος διὰ γραμμῶν, ὁ πλήρης ποικίλων γραμμῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 328.

Greek Monolingual

-ο / ποικιλόγραμμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει ποικίλες γραμμές, διαφόρων ειδών γραμμές, ραβδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -γραμμος (< γραμμή)].