πτερόφοιτος

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερόφοιτος Medium diacritics: πτερόφοιτος Low diacritics: πτερόφοιτος Capitals: ΠΤΕΡΟΦΟΙΤΟΣ
Transliteration A: pteróphoitos Transliteration B: pterophoitos Transliteration C: pterofoitos Beta Code: ptero/foitos

English (LSJ)

   A v. πτεροφύτωρ.

German (Pape)

[Seite 809] mit Flügeln gehend, ἀνάγκη, fliegend, poet. bei Plat. Phaedr. 252 c, wo Heindorf u. Bekker πτεροφύτωρ, Flügel erzeugend, vorziehen.

Greek (Liddell-Scott)

πτερόφοιτος: -ον, ὁ διὰ τῶν πτερύγων πλανώμενος, ἴδε πτεροφύτωρ.

Greek Monolingual

-ον, Α
πιθ. αυτός που πορεύεται, που προχωρεί με τη βοήθεια φτερώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -φοιτος (< φοιτῶ «μεταβαίνω, πηγαίνω»)].