χελιδονίς
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
ίδος, ἡ, poet. for χελιδών, AP6.160 (Antip.Sid.): metaph. of a poetess, IG14.1892 (Rome).
German (Pape)
[Seite 1348] ίδος, ἡ, poet. = χελιδών, s. Jac. A. P. 266.
Greek (Liddell-Scott)
χελῑδονίς: -ίδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ χελιδών, Ἀνθ. Παλατ. 6. 160., 7. 210, παράρτ. 210.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. το χελιδόνι
2. μτφ. ποιήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δελφιν-ίς)].