ἐπιμάχομαι
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
A fight after, act as a reserve, Ael.Tact.17, Arr.Tact.15.5.
Greek Monolingual
ἐπιμάχομαι (AM)
μσν.
μάχομαι
αρχ.
(για στράτευμα) χρησιμοποιούμαι ως εφεδρεία.