διαπεράσιμος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
[ρᾱ], ον,
A penetrating, Sch.Il.12.439, Eust.709.48.
German (Pape)
[Seite 594] durchdringend, Schol. Il. 12, 439. 13, 149.
Greek (Liddell-Scott)
διαπεράσιμος: [ᾱ], -ον, ὁ διαπεραστικός, ὀξύς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Μ. 439, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 accesibleglos. a βατός Hsch.
2 penetrante de la voz, como expl. de διαπρύσιος: δ. εἰς ἀκοάς Sch.Il.12.439, cf. Eust.709.48.