συριγγίς

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡριγγίς Medium diacritics: συριγγίς Low diacritics: συριγγίς Capitals: ΣΥΡΙΓΓΙΣ
Transliteration A: syringís Transliteration B: syringis Transliteration C: syriggis Beta Code: suriggi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A like a pipe, κασία, i.e. quill-cassia, Androm. ap. Gal. 14.73.

Greek (Liddell-Scott)

σῡριγγίς: -ίδος, ἡ, ὁμοία πρὸς σύριγγα, κασία Γαλην. Ἀντιδ. 1. 14.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
αυτή που είναι όμοια με σύριγγα («συριγγὶς κασία», Ανδρόμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].