ἀντιβάκχειος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
(sc. πούς), ὁ, the foot - -, Diom.1.513 K., al.: —also ἀντί-βακχος, ὁ, Ter.Maur.1411.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβάκχειος: ἢ παλιμβάκχειος, ποὺς --υ, ὡς λείποισθε, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν βακχεῖον υ-- ὡς λιπόντων.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἀντίβακχος Ter.Maur.367
métr. el antibaqueo (sc. πούς) e.e. ¯¯˘¯˘˘ Diom.1.513.25, cf. Mar.Vict.p.207, Ter.Maur.l.c.