ἐπινύμφειος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A bridal, ὕμνος prob. in S.Ant.814(lyr.): fem. -είη Supp.Epigr.2.874 (nisi ἐπὶ νυμφείην).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινύμφειος: -ον, = ἐπινυμφίδιος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 814.
Full diacritics: ἐπινύμφειος | Medium diacritics: ἐπινύμφειος | Low diacritics: επινύμφειος | Capitals: ΕΠΙΝΥΜΦΕΙΟΣ |
Transliteration A: epinýmpheios | Transliteration B: epinympheios | Transliteration C: epinymfeios | Beta Code: e)pinu/mfeios |
ον,
A bridal, ὕμνος prob. in S.Ant.814(lyr.): fem. -είη Supp.Epigr.2.874 (nisi ἐπὶ νυμφείην).
ἐπινύμφειος: -ον, = ἐπινυμφίδιος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 814.