ἐπινυμφίδιος
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
ἐπινυμφίδιον, bridal, Ἀΐδας AP7.182 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 966] bräutlich, hochzeitlich; ὕμνος, Brautgesang, Soph. Ant. 808; Ἅιδης Mel. 125 (VII, 182).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nuptial.
Étymologie: ἐπί, νύμφη.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινυμφίδιος: свадебный, брачный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινυμφίδιος: -ον, ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ νύμφην, νυμφικός, Ἀνθ. Π. 7. 182.
Greek Monolingual
ἐπινυμφίδιος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για νύφη, νυφικός, νυφιάτικος.
Greek Monotonic
ἐπινυμφίδιος: -ον, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για νύφη, νυφικός, σε Ανθ.