ἐπινυμφίδιος
From LSJ
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
English (LSJ)
ἐπινυμφίδιον, bridal, Ἀΐδας AP7.182 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 966] bräutlich, hochzeitlich; ὕμνος, Brautgesang, Soph. Ant. 808; Ἅιδης Mel. 125 (VII, 182).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nuptial.
Étymologie: ἐπί, νύμφη.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινυμφίδιος: свадебный, брачный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινυμφίδιος: -ον, ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ νύμφην, νυμφικός, Ἀνθ. Π. 7. 182.
Greek Monolingual
ἐπινυμφίδιος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για νύφη, νυφικός, νυφιάτικος.
Greek Monotonic
ἐπινυμφίδιος: -ον, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για νύφη, νυφικός, σε Ανθ.