στεμβάζω
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
= λοιδορῶ, Hsch.; aor. inf. -άξαι,= ὑβρίσαι, EM158.37.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
στεμβάζω: τῷ ἑπομ., «στεμβάζειν· λοιδορεῖν, χλευάζειν» Ἡσύχ.· ἀόρ. ἀπαρ. -άξαι, Ἐτυμολ. Μέγ. 158. 37.
Greek Monolingual
ΜΑ
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὑβρίζω»
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «λοιδορῶ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμβω + κατάλ. -άζω (πρβλ. στένω: στενάζω)].