ἀντιμηχανάομαι

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμηχᾰνάομαι Medium diacritics: ἀντιμηχανάομαι Low diacritics: αντιμηχανάομαι Capitals: ΑΝΤΙΜΗΧΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: antimēchanáomai Transliteration B: antimēchanaomai Transliteration C: antimichanaomai Beta Code: a)ntimhxana/omai

English (LSJ)

   A contrive against or in opposition, ἄλλα ἀ. Hdt.8.52, cf. E Ba.291; σβεστήρια κωλύματα Th.7.53: abs., Arist.HA613b27; πρός τι X.HG5.3.16.

German (Pape)

[Seite 255] Gegenanstalten treffen, Gegenlist anwenden, Her. 8. 52; πρός τι Eur. Bacch. 291; Thuc. 7, 53; Xen. Hell. 5, 3, 16; Pol.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμηχᾰνάομαι: ἀποθ., μηχανῶμαι καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, ἄλλα τε ἀντεμηχανέοντο καὶ δὴ καί, κτλ. Ἡροδ. 8. 52· ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα Θουκ. 7. 53· ἀπολ., Εὐρ. Βάκχ. 291, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 5· ὁ μέντοι Ἀγησίλαος πρὸς τοῦτο ἀντεμηχανήσατο Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 16.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 machiner contre;
2 imaginer en guise de défense.
Étymologie: ἀντί, μηχανάομαι.