Φώκαια
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
ἡ,
A Phocaea, h.Ap.35, Hdt.1.80, etc.:—Φωκαῆθεν, Adv. from Ph., Luc.Lex.7:—hence Φωκαιεύς, Att. Φωκᾱεύς, ὁ, Phocaean, Hdt.1.163, Th.1.13, etc.; also Φωκαϊκός, ή, όν, ὀβολός IG11(2).161B21 (Delos, iii B. C.); στατῆρε ib.22.1388A42; στατῆρες Φωκαεῖς, v. στατήρ:—fem. Φωκαΐς, ΐδος, Ael.VH12.1, St.Byz. s.v. Φώκαια; Φωκαΐδες ἕκται χρυσίου, of coins, IG12.310.105, cf. 22.1382.18; Φωκαΐς alone, IG11(2).161A4, al. (Delos, iii B. C.): Dim. φωκαιίδιον, τό, Inscr.Délos 1429 Bi68 (ii B. C.); φωκαΐδιον, ib. 1432 Abii 41 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Φώκαια: ἡ πόλις ἐν Ἰωνίᾳ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 35. Ἡρόδ. 1. 80, κτλ.· ― ἐντεῦθεν Φωκαιεύς, Ἀττ. Φωκᾱεύς, ὁ, ὁ κάτοικος, Ἡρόδ. 1. 163, Θουκ. 1. 13, κλπ.· στατῆρες Φωκαεῖς, ἢ Φωκαῗται, ἴδε ἐν λ. στατήρ· ― θηλ. Φωκαιίς, ίδος, γυνὴ ἐκ Φωκαίας, Στέφ. Βυζ.· ― Φωκαῆθεν, Ἐπίρρ., ἐκ Φωκαίας, Λουκ. Λεξιφ. 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Phocée, ville sur la côte d’Ionie.
Étymologie: DELG φώκη.