ἴχλα

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴχλα Medium diacritics: ἴχλα Low diacritics: ίχλα Capitals: ΙΧΛΑ
Transliteration A: íchla Transliteration B: ichla Transliteration C: ichla Beta Code: i)/xla

English (LSJ)

κίχλα, Hsch. ἴχματα· ἴχνια, Id. (Perh. for ἴθματα.)

Greek (Liddell-Scott)

ἴχλα: «κίχλα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἴχλα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κίχλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. αποτελεί «γλώσσα» του Ησύχ. και συνδέεται πιθ. με τη λ. κίχλα «είδος θαλάσσιου ψαριού»].