φθεγματικός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ή, όν,
A vocal, μαντεῖον Max. Tyr.41.1.
German (Pape)
[Seite 1270] ertönend, μαντεῖον Max. Tyr.
Greek (Liddell-Scott)
φθεγματικός: -ή, -όν, ὁ φθεγγόμενος, φθεγματικὸν μαντεῖον Μάξιμ. Τύρ. τ. 2, σ. 274.