ὀλιγόμυθος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 321] wenig redend (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλιγόμῡθος: -ον, ὁ ὀλίγους μύθους περιέχων, Εὐστ. Πονημ. 60. 22.
Greek Monolingual
ὀλιγόμυθος, -ον (ΑΜ)
αυτός που περιέχει λίγους μύθους («ἐπίνικοι, οἳ καὶ περιάγονται μάλιστα διὰ τὸ ἀνθρωπινώτεροι εἶναι καὶ ὀλιγόμυθοι», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + μύθος].