πλαγίωσις
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = πλαγιασμός, Hsch. s.v. λόξωσις.
German (Pape)
[Seite 623] ἡ, = πλαγιασμός, Hesych. v. λόξωσις.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγίωσις: -εως, ἡ, = πλαγιασμός, Ἡσύχ. ἐν λ. λόξωσις.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α πλαγιώ
(κατά τον Ησύχ.) «πλαγιασμός».