ἐνθάδιος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A = ἐντόπιος, Hsch.: σεῦτλον ἐ. Gp.12.1.3.
German (Pape)
[Seite 841] der Hiesige, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθάδιος: -α, -ον, ἐντόπιος, ἐγχώριος, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 473, πρβλ. Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-α, -ον
local, propio del lugar σπείρεται σεῦτλον ἐνθάδιον Gp.12.1.3, cf. Hsch.