τρισκοπάνιστος
From LSJ
Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A thrice-struck or -stamped, ἄρτος τ. thrice-kneaded, i. e. fine, bread, Batr.35.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς κοπανισθείς, ἄρτος τρισκοπάνιστος, τρὶς πλασθείς, ἢ ὁ ἐξ ἀλεύρου τρὶς φορὰς κοπανισθέντος, λεπτοῦ, οὐδέ με λήθει ἄρτος τρισκοπάνιστος ἀπ’ εὐκύκλου κανέοιο Βατραχομυμ. 35· ἄλλως τρισκοπάνητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait de farine moulue trois fois, càd de la plus fine farine.
Étymologie: τρίς, κοπανίζω.