τρισκοπάνιστος

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκοπάνιστος Medium diacritics: τρισκοπάνιστος Low diacritics: τρισκοπάνιστος Capitals: ΤΡΙΣΚΟΠΑΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: triskopánistos Transliteration B: triskopanistos Transliteration C: triskopanistos Beta Code: triskopa/nistos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A thrice-struck or -stamped, ἄρτος τ. thrice-kneaded, i. e. fine, bread, Batr.35.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς κοπανισθείς, ἄρτος τρισκοπάνιστος, τρὶς πλασθείς, ἢ ὁ ἐξ ἀλεύρου τρὶς φορὰς κοπανισθέντος, λεπτοῦ, οὐδέ με λήθει ἄρτος τρισκοπάνιστος ἀπ’ εὐκύκλου κανέοιο Βατραχομυμ. 35· ἄλλως τρισκοπάνητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait de farine moulue trois fois, càd de la plus fine farine.
Étymologie: τρίς, κοπανίζω.