ἐστρωμένος
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
Greek (Liddell-Scott)
ἐστρωμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ στορέννυμι, «στρωμένος» Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 159.
English (Woodhouse)
(see also: στορέννυμι) covered with a pall