προτελευτάω
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
A die before, τινος Philoch.169, cf. D.S.1.91, Plu.2.113e, Hdn.1.15.8, Artem.2.57 (interpol.), etc.
German (Pape)
[Seite 791] vorher enden, sterben; Plut. consol. ad Apoll., p. 348, τινός, vor Etwas, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προτελευτάω: τελευτῶ, ἀποθνῄσκω πρότερον, τινος Διογ. Λ. 2. 44, Διόδ. 1. 91, Πλούτ.