κλιβανεύς

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205

German (Pape)

[Seite 1452] ὁ, der Ofenheizer, Bäcker, Maneth. 1, 80.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑβανεύς: κλῑβᾰνίτης, κλῑβᾰνοειδής, κλίβᾰνος, ἴδε ἐν λέξ. κριβαν-.

Greek Monolingual

ο (Α κλιβανεύς και κριβανεύς) κλίβανος ή κρίβανος]]
αυτός που ανάβει τον κλίβανο και φροντίζει για το ψήσιμο του ψωμιού και τών φαγητών, αρτοποιός («κλιβανεῖς και ζυμωταί», Μαν.).