οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
τριούσιος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν οὐσιῶν, Εὐστάθ. ἐν Mai Spicil. 5. 371.
-ον, Μ
αυτός που αποτελείται από τρεις ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. πολυ-ούσιος].