πεντασύριγγος
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
v.l. for πεντες- in Poll.8.72.
German (Pape)
[Seite 557] mit fünf Röhren. Vgl. πεντεσύριγγος.
Greek (Liddell-Scott)
πεντᾰσύριγγος: -ον, ἴδε πεντε-.
Greek Monolingual
-ον Α
βλ. πεντεσύριγγος.