ὀξύτης

Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A sharpness, pointedness, of acute angles, Pl.Ti. 61e, cf. 56d.    II of the senses,    1 of sound, sharpness, opp. βαρύτης, Id.Phlb. 17c, Tht. 163c.    2 of taste, pungency, acidity, in pl., Hp.VM19, Acut.61, cf. Gal.11.656.    3 of sight, Arist.HA 492a4.    III metaph., sharpness, cleverness, τῆς ψυχῆς Phld.Rh. 2.31 S. ; σκέψεως ibid.; διαφέροντα τῇ τέχνῃ τῇ τ' ὀξύτητι Philosteph. Com.I; ὀ. ἐς τὰ πολιτικά Luc.Im.17.    IV quickness, of motion, action, or occurrence, Critias 37 D., Pl.Chrm.160b, Plt.306c, al.; ταῖς ὀξύτησι . . ἀκολουθεῖν D.24.95 ; ἡ ὀ. τοῦ καιροῦ the pressing occasion, Plu.Pyrrh. 2, D.S.15.43.    V = ὀξεῖα, ἡ, v. ὀξύς 11.3d, A.D.Adv. 138.16, cf. Arist.Po.1456b33 : pl., Pl.Cra.399a.

German (Pape)

[Seite 355] ητος, ἡ, die Schärfe, Spitze; γωνιῶν, Plat. Tim. 61 e; vom Tone, die Höhe, Ggstz von βαρύτης, Phil. 17 c Theaet. 163 b; die Schnelligkeit, καὶ τάχος, Charm. 160 b; ἡ δ' ἀγχίνοια οὐχὶ ὀξύτης τίς ἐστι τῆς ψυχῆς, ἀλλ' οὐχὶ ἡσυχία, ibd. a, schnelle Beweglichkeit; ὁ ὄχλος ὀξύτητι καὶ πικρίᾳ διαφέρων, Pol. 6, 44, 9; ψυχῆς, Scharfsinn, D. L. 8, 13; – ἐὰν παρῶσι τὴν ὀξύτητα τῶν καιρῶν, D. Sic. 15, 43, der schnell vorübergehende günstige Augenblick, vgl. ταῖς ὀξύτησι καὶ τοῖς τοῦ πολέμου καιροῖς ἀκολουθεῖν, Dem. 94, 95.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύτης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ὀξύς, ἐπὶ ὀξειῶν γωνιῶν, Πλάτ. Τίμ. 61Ε. ΙΙ. ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων, 1) ἐπὶ ἤχου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύτης, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 17C, Θεαιτ. 163C· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 399Α. 2) ἐπὶ γεύσεως, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, π. Διαίτ. Ὀξ. 394. 3) ἐπὶ ὁράσεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 1. ΙΙΙ. μεταφορ. ταχύτης ἀντιλήψεως, ὀξύνοια, τῆς ψυχῆς Πλάτ. Χαρμ. 160Α· διαφέροντα τῇ τέχνῃ τῇ τ’ ὀξύτητι Φιλοστέφανος ἐν «Δηλίῳ» 1· ὀξ. ἐς τὰ πολιτικὰ Λουκ. Εἰκόν. 17. 2) ἐπὶ κινήσεως, ταχύτης, Πλάτ. Χαρμ. 160Β, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ ἐνεργείας, ταχύτης, ὁρμητικότης, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 56D, κ. ἀλλ. ἐν τῷ πληθ., Δημ 730. 18. 4) ἐπὶ χρόνου, ἡ ὀξ. τῶν καιρῶν, ἡ ἀκριβὴς στιγμή, Διόδ. 15. 43. IV. = ὀξεῖα, ἡ, ἴδε ἐν λ. ὀξὺς ΙΙ. 3 γ.

French (Bailly abrégé)

ὀξύτητος (ἡ) :
I. forme aiguë, pointe;
II. p. anal. 1 en parl. de sensations physiques, de la douleur acuité, force, intensité ; en parl. du son élévation ; t. de gramm. accentuation avec l’accent aigu ; en parl. de saveur acidité, aigreur ; en parl. de mouvement rapidité;
2 en parl. de l’intelligence pénétration d’esprit, promptitude à comprendre.
Étymologie: ὀξύς.