ἐπίτροχος
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ον,
A running easily, easily inclined, ἐπιτροχώτερον ῥέψαι Hp.Art.14 ; περίπατοι ἐ. οἱ μέσοι walks which break into a run, Aret.CD1.3; βλέφαρον οὐκ ἐ. not very mobile, Id.SD1.7 : metaph., tripping, μέλη Hld.4.17 ; ῥυθμοί Aristid. Quint.2.15 ; voluble, glib, στωμύλα καὶ ἐ. λαλεῖν Luc.DDeor.7.3 ; ἐ. καὶ ἀσαφὲς φθέγγεσθαι Id.Nec.7. Adv. -ως, φθέγγεσθαι Ael.NA7.7.
German (Pape)
[Seite 997] = ἐπιτρόχαλος, eilig, schnell, geläufig, μέλος Hel. 4, 17; bes. von der Aussprache, ἐπίτροχον καὶ ἀσαφὲς λαλεῖν Luc. Necyom. 7; D. D. 7, 3; τεττιγῶδές τι πυκνὸν καὶ ἐπίτροχον συνάπτουσι id. – Adv., κόραξ ἐπιτρόχως καὶ ταχέως φθεγγόμενος Ael. H. A. 7, 7.