προὔχω
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
προὔχω: προὔχουσι, προὔχοντο (ὀρθότ. προύχω, κτλ.), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέχ-.
English (Autenrieth)
προὔχουσιν, part. προὔχων, ipf. πρόεχε; mid. ipf. προὔχοντο: be ahead, Il. 23.325, 453; jut forward, Od. 12.11, Od. 13.544; mid., hold or have before oneself, Od. 3.8.