δενδρόκομος
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
English (LSJ)
ον,
A grown with wood, ἐναύλεια E.Hel.1107 (lyr.); ὀρέων κορυφαί Ar.Nu. 280 (lyr.). II δενδροκόμος, ον, tree-tending, Nonn.D.47.182, 199.
German (Pape)
[Seite 546] mit Bäumen belaubt, ὀρέων κορυφαίθτ. Nubb. 280; ἐναύλεια Eur. Hel. 1108.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρόκομος: -ον, (δένδρ. κόμη) ὁ δένδροις κατάφυτος, κατακεκαλυμμένος, ἐναύλεια Εὐρ. Ἑλ. 1107· ὀρέων κορυφαὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 280. Ἴδε Κόντου Ἐφημ. Φιλομ. 1880, 259.