δεκάχορδος
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ον,
A ten-stringed, λύρα Ion Lyr.3 (fort. ἑνδεκάχορδος), LXXPs.32 (33).2, al.
German (Pape)
[Seite 543] zehnsaitig, λύρα Ion bei Euclid. harm. p. 19 Meib.; vgl. δεκαβάμων.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάχορδος: -ον, ὁ ἔχων δέκα χορδάς, λύρα Ἴων Ἀποσπ. 3 (ὁ Bgk. ἀναγινώσκει ἑνδεκάχορδον), Ἑβδ. (Ψαλ. λβ΄, 2, κ. ἀλλ.)
Spanish (DGE)
-ον
de diez cuerdas ψαλτήριον LXX Ps.32.2, 91.4, cf. Origenes M.12.1304C, Eus.M.23.281A, Ath.Al.M.28.1489D.