δεκαβάμων
From LSJ
English (LSJ)
[βᾱ], ονος, ὁ, ἡ, with ten steps or intervals, ἑνδεκάχορδε λύρα, δεκαβάμονα τάξιν ἔχουσα Ion Lyr.3.1.
Spanish (DGE)
(δεκᾰβάμων) -ονος, ἡ
• Prosodia: [-βᾱ-]
mús. de diez intervalos ἑνδεκάχορδε λύρα, δεκαβάμονα τάξιν ἔχοισα Io Eleg.5.1.
German (Pape)
[Seite 542] τάξις, Ion Ch. fr. 56 Köpke, von der zehnsaitigen Lyra.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαβάμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων δέκα βαθμίδας ἢ διαστήματα, ἑνδεκάχορδε λύρη, δεκαβάμονα τάξιν ἔχουσα Ἴων 3. 1, ἴδε Bgk. ἐν τόπ., σ. 427.
Greek Monolingual
δεκαβάμων (-ονος), -ον (Α)
αυτός που έχει δέκα βαθμίδες, δέκα μουσικά διαστήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -βαμων < βαίνω (πρβλ. αιθεροβάμων, βραδυβάμων, βραχυβάμων)].