κηδωλός
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων, Suid.
German (Pape)
[Seite 1430] sorgend, = κηδόμενος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κηδωλός: «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων» Σουΐδ.
Greek Monolingual
κηδωλός (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήδω + κατάλ. -ωλός (πρβλ. αμαρτ-ωλός, φειδ-ωλός)].