ἐναρηφόρος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
(Dor. -ᾱφορος Hsch.), ον,
A wearing the spoils, APl.4.72.
German (Pape)
[Seite 829] τύπος, Waffenrüstungen, als Kriegsbeute tragende Trophäen, Byz. anath. 26 (Plan. 72).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰρηφόρος: -ον, ὁ φέρων ἔναρα, λάφυρα τῶν πολεμίων, Ἀνθολ. Πλαν. 72· πρβλ. ἐναρφόρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui remporte les dépouilles.
Étymologie: ἔναρα, φέρω.