σύρραγμα

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρραγμα Medium diacritics: σύρραγμα Low diacritics: σύρραγμα Capitals: ΣΥΡΡΑΓΜΑ
Transliteration A: sýrragma Transliteration B: syrragma Transliteration C: syrragma Beta Code: su/rragma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A conflict, μάχης cj. for σύγγραμμα in Plu.2.346e; cf. σύρρηγμα.

Greek (Liddell-Scott)

σύρραγμα: τό, σύγκρουσις, Πλούτ. 2. 346Ε ― συρρᾰγή, ἡ, ὁπλιζομένου τοῦ στρατοῦ πρὸς συρραγὴν πολέμου Τζέτζ. Ἱστ. 3. 721.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conflit, choc.
Étymologie: συρρήγνυμι.