Βακχεύς
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
έως, ὁ,
A = Βάκχος, A.Fr.341, S.Ant.1121, E.Ba.145, etc. (only in lyr.), Orph.H.45.2, APl.4.156, SIG1014.147 (Erythrae), 1024.27 (Myconos).
German (Pape)
[Seite 427] ὁ, = Βάκχος, Soph. Ant. 1109; Eur. Bacch. 145 Ion. 218; Beiname des Dionysos bei den Nariern, nach Ath. III, 78 c.
Greek (Liddell-Scott)
Βακχεύς: έως, ὁ, = Βάκχος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 394, Σοφ. Ἀντ. 1122, Εὐρ. Βάκχ. 145, κτλ., ἀλλὰ μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
c. Βάκχος.