γηροκομία
From LSJ
English (LSJ)
A = γηροβοσκία, J.AJ5.9.4 (γηρωκ-), Plu. Cat.Ma.5 (pl., γηρωκ-), 2.583c.
Greek (Liddell-Scott)
γηροκομία: γηροβοσκία, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 5., 2. 583C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. γηροβοσκία.
Étymologie: γηροκόμος.