κατεράω

From LSJ
Revision as of 21:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεράω Medium diacritics: κατεράω Low diacritics: κατεράω Capitals: ΚΑΤΕΡΑΩ
Transliteration A: kateráō Transliteration B: kateraō Transliteration C: katerao Beta Code: katera/w

English (LSJ)

   A pour out, pour off, Str.17.1.38, Plu.2.968d; εἰς ἀγγεῖον Agatharch.28, Dsc.1.30.    II pour over, δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου Demetr.Eloc.302; κατὰ τῶν ξηρῶν Gal.13.53.

German (Pape)

[Seite 1396] herunter-, darübergießen; Strab. XVII, 812; οἶνον Poll. 7, 162; a. Sp., auch übertr., δυσφημίαν κατήρασε τοῦ δικαστηρίου Demetr. 326.

Greek (Liddell-Scott)

κατεράω: καταχέω, ἐκχέω, χύνω ἔξω, εἶτα τὸ μελίκρατον κατήρασε Στράβ. 812· κατερᾶν τὸν οἶνον Πολυδ. Ζ΄, 162. ΙΙ. μεταφορ., ἐπιχύνω, δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δημητρ. Φαληρ.