διαπατάω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
A deceive utterly, Pl.Lg.738e, Ph.2.92:—Pass., Arist. HA496b5.
German (Pape)
[Seite 594] verstärktes simpl., Plat. Legg. V, 738 e; Arist. H. A. 1, 17 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰπᾰτάω: μέχρι τέλους, ὁλοσχερῶς ἀπατῶ, Πλατ. Νόμ. 738Ε· παθ., Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 17, 7.
Spanish (DGE)
engañar totalmente αὐτόν Pl.Lg.738e, cf. Ph.2.92, ἡ δὲ Μαγνῆτις (λίθος) διαπατᾷ τὴν ὄψιν, ὡς δοκεῖν ἀργύριον εἶναι Hsch.λ 1353
•en v. pas. estar totalmente equivocado διηπατημένη ... δόξα Plu.2.117a
•subst. τὸ διηπατημένον lo equivocado Arist.Top.148a7, οἱ νομίζοντες (πλεύμονα) εἶναι κενὸν διηπάτηνται los que creen que el pulmón está vacío están equivocados de parte a parte Arist.HA 496b5, ὁ Καικίλιος ... πάνυ διηπάτηται Longin.8.4, cf. 2.1.