ὀπτεύω
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
A = ὁράω, see, Ar.Av.1061 (lyr.), A.D.Synt.290.18, Max.Tyr. 8.7 ; but ὀπτευσάμενοι (μόχθους) in Eust.ad D.P.195 is prob. f.l. for ὀττευσάμενοι.
German (Pape)
[Seite 363] = ὁράω, sehen, Ar. Av. 1061.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτεύω: ὁράω, βλέπω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1061.
French (Bailly abrégé)
voir.
Étymologie: ὀπτός².