δρομάασκε
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
English (LSJ)
A v. δρομάω.
Greek (Liddell-Scott)
δρομάασκε: λείψανον παλαιοῦ τινος ῥήματος δρομάω = τρέχω, Ἡσ. Ἀποσπ. 2· ἀλλ’ ὁ ἀνάλογος τύπος θὰ ἦτο δρώμασκε (δρωμάω) Λοβ. Φρύν. 583, καὶ τὰ Ἑνετ. Σχόλ. Ἰλ. Υ. 227 ἔχουσι φοίτασκε· ― πρκμ. δεδρόμηκε Βάβρ. 60. 8· πρβλ. ὑπαιδεδρόμᾱκα Σαπφ. 2. 10.
Russian (Dvoretsky)
δρομάασκε: Hes. 3 л. sing. aor. iter. к *δρομάω.