διέλευσις
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A transit, Ptol.Tetr.135.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, das Durchgehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διέλευσις: -εως, ἡ, δίοδος, διάβασις, Πτολεμ. Τετρ. 135, Πρόκλ. Πτολ. 199. 19.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 paso, acción de recorrer o atravesar en el espacio οἱ τῆς διελεύσεως τοῦ ζῳδιακοῦ χρόνοι Ptol.Tetr.3.11.19, ἡ τῶν τοπικῶν διαστημάτων δ. Eustr.in EN 105.26
•paso, transcurso en el tiempo ἡ δ. τῶν ἡμερῶν Euagr.Schol.HE 1.4.
2 propagación τοῦ φωτός Eustr.in APo.151.32.