ὑπερορία
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ἡ,
A v. ὑπερόριος 1.2.
German (Pape)
[Seite 1200] ἡ, s. ὑπερόριος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερορία: ἡ, ἴδε ὑπερόριος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
v. ὑπερόριος.