χωμάτινος

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

Greek (Liddell-Scott)

χωμάτινος: -η, -ον, ὁ ἐκ χώματος πεποιημένος, «χωματένιος», Κ. Μανασσ. Χρον. 233.

Greek Monolingual

-η, -ο / χωμάτινος, -ίνη, -ον, ΝΜ
1. χωματένιος
2. μτφ. γήινος, σε αντιδιαστολή προς τον ουράνιο ή τον πνευματικό («τὴν γηγενῆ καὶ χωματίνην σάρκα», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].